Στα δικαστήρια «σέρνουν» την ΕΥΠ πρώην στελέχη της, με δύο εξ αυτών να έχουν υπάρξει στο παρελθόν στόχος παρακολούθησης με το παράνομο λογισμικό Predator. Τα στελέχη που έχουν καταθέσει μηνύσεις, στα τέλη Νοεμβρίου την πρώτη και πριν λίγες ημέρες στον Άρειο Πάγο τη δεύτερη, με τροπολογία του 2021 μετατάχθηκαν σε θέσεις «ψυγείου», στο υπ. Προστασίας του Πολίτη και στην ΕΛ.ΑΣ.
Όπως αναφέρει και η «Καθημερινή», το ένα εκ των στελεχών, σύμφωνα με τη μήνυση που κατέθεσε, καταγγέλλει την προσπάθεια παγίδευσης του τηλεφώνου του με μήνυμα που έλαβε όχι μέσω της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων sms, αλλά μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής κρυπτογραφημένης επικοινωνίας Signal.
Υπενθυμίζεται ότι, το 2021 η ΕΥΠ διέταξε την υποχρεωτική μετάταξη περίπου 80 στελεχών της υπηρεσίας προς το υπ. Προστασίας του Πολίτη και την ΕΛ.ΑΣ., δημιουργώντας, μάλιστα, μια νέα Διεύθυνση Β΄ Συλλογής και Ανάλυσης Πληροφοριών. Από εκεί τους μετέταξαν στην ΕΛ.ΑΣ., σε θέσεις πολιτικού προσωπικού, όπου παραμένουν μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τα όσα είχαν καταγγελθεί και τότε, τα πρόσωπα αυτά είχαν χαρακτηριστεί ως «μη αρεστά» στην τότε διοίκηση της υπηρεσίας και οι 19 από αυτούς προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, με το διοικητικό πρωτοδικείο να τους δικαιώνει κρίνοντας αντισυνταγματική τη μετακίνησή τους, ενώ η δικαστική απόφαση ανέφερε επί λέξει ότι «ούτε από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, ούτε από τις συζητήσεις κατά την ψήφιση του νόμου αυτού στη Βουλή προκύπτει η αναγκαιότητα επιλογής από το νομοθέτη τής ως άνω εξαιρετικής διαδικασίας».
Επιπλέον, στην απόφαση αναφέρεται ότι «κατ’ ουδένα τρόπο προκύπτει ότι οι μεταταχθέντες υπάλληλοι της ανωτέρω υπηρεσίας της ΕΥΠ αποτελούσαν πλεονάζον προσωπικό ή επρόκειτο να καλύψουν αδήριτη υπηρεσιακή ανάγκη στην υπηρεσία στην οποία μετατάχθηκαν» και παρότι επρόκειτο για απόφαση άμεση εκτελεστή, οι μεταταχθέντες παρέμειναν εκτός της υπηρεσίας, με το Δημόσιο μάλιστα να ασκεί την τελευταία ημέρα της προθεσμίας (στα τέλη του 2023) έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Όπως αναφέρει και η «Κ», όμως, στο πρόσφατο νομοσχέδιο για την κυβερνοασφάλεια εισήχθησαν και τελικά την 6η Φεβρουαρίου 2024 ψηφίστηκαν σε νόμο άρθρα που, σύμφωνα με νομική ερμηνεία, επιχειρούν να «θεραπεύσουν» ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους ο νόμος του 2021, και άρα η μετάταξη των υπαλλήλων, κρίθηκε αντισυνταγματικός. Στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «η επιτακτική ανάγκη για ενίσχυση του έργου της ΕΛ.ΑΣ. στον τομέα της επεξεργασίας και ανάλυσης πληροφοριών από εξειδικευμένο προσωπικό εξακολουθεί να αποτελεί κύριο στόχο που μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνο με την ενσωμάτωση έμπειρων στελεχών από την ΕΥΠ». Νομικοί κύκλοι εξηγούν ότι η ψήφιση του νόμου ισοδυναμεί με νέα απόφαση μετάταξης των υπαλλήλων της ΕΥΠ προς το υπ. Προστασίας του Πολίτη, καθώς και ότι η πρόσφατη απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου καθίσταται κενή περιεχομένου.
«Στόχος» του Predator οι δύο από τους 19
Οι δύο από τους 19 προσφεύγοντες υπήρξαν το 2021 στόχος παρακολούθησης από το παράνομο λογισμικό Predator και έχουν αμφότεροι επισήμως ενημερωθεί σχετικά από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η μία υπάλληλος προσέφυγε στα τέλη Νοεμβρίου στη Δικαιοσύνη – πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει ήδη κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση. Η δεύτερη κατέθεσε μεσοβδόμαδα μήνυση κατά παντός υπευθύνου. Στη μηνυτήρια αναφορά της κάνει λόγο για συνολικά 8 απόπειρες παγίδευσης του κινητού τηλεφώνου της με επιμολυσμένα με Predator μηνύματα, με το τελευταίο από αυτά μάλιστα να φθάνει στο κινητό της όχι μέσω sms αλλά μέσω της εφαρμογής Signal.
Το εν λόγω μήνυμα εστάλη την 25η Νοεμβρίου 2021 και εμφάνιζε ως αποστολέα άτομο υπό στοιχεία Pinelopi Odysseu. Αναφερόταν στο μήνυμα «Καλησπέρα. Θα βγουν όλα στη φόρα με αυτούς σε λίγο καιρό» και ένα link που παρέπεμπε δήθεν σε δημοσίευμα της ιστοσελίδας Zougla.gr. Το πρόσωπο με την κωδική ονομασία Pinelopi Odysseu εμφανιζόταν να σχολιάζει αναρτημένα στο Διαδίκτυο κείμενα που αφορούσαν την ΕΥΠ. «Από το περιεχόμενο των σχολίων εμφανίζεται άρτιος γνώστης των εσωτερικών της υπηρεσίας, αφού “φωτογραφίζει” ή αναφέρεται ευθέως σε υπαρκτά πρόσωπα που απασχολούνται στην υπηρεσία», αναφέρει η μηνύτρια, συσχετίζοντας την παρακολούθησή της μέσω Predator με την ίδια την υπηρεσία.
Προς την ίδια κατεύθυνση παρατίθενται στοιχεία από τα οποία –σύμφωνα με μία εκδοχή– προκύπτει μια χρονική αλληλουχία ανάμεσα στις απόπειρες παγίδευσης του κινητού τηλεφώνου της υπαλλήλου με νομικές ενέργειές της κατά της ΕΥΠ. «Καθίσταται σαφής η σύνδεση της απόπειρας παράνομης παρακολούθησής μου με την ΕΥΠ», υποστηρίζει στη μήνυσή της.